βραδύνους

βραδύνους
slow-witted

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραδύνους — ουν (Α βραδύνους, ουν) αυτός που πάσχει από βραδύνοια …   Dictionary of Greek

  • νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • βαρύσκοπος — η, ο (Μ βαρύσκοπος, ον) ο βραδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι] …   Dictionary of Greek

  • βουγάιος — βουγάϊος, ο (Α) 1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά 2. αδρανής 3. βραδύνους, χοντροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β συνθετικό συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • βραδύνοια — η (Α βραδύνοια) [βραδύνους] διανοητική καθυστέρηση, δυσκολία στην κατανόηση ή εκμάθηση …   Dictionary of Greek

  • βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …   Dictionary of Greek

  • δύσνους — ουν (AM δύσνους, ουν Α και οος, οον) νεοελλ. βραδύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. το μίσος, η έχθρα αρχ. δυσμενής …   Dictionary of Greek

  • κεφάλας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 346 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 20 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεραπνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ …   Dictionary of Greek

  • μπουζουκοκέφαλος — η, ο 1. αυτός που έχει ογκώδες κεφάλι σαν το ηχείο τού μπουζουκιού, κεφάλας 2. μτφ. βραδύνους, χοντροκέφαλος, ανόητος …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”